Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τμήμα
τμήμα, το, ουσ. [<αρχ. τμῆμα], το τμήμα· το αστυνομικό τμήμα: «τον πήραν στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων». (Λαϊκό τραγούδι: ένα πράσινο φουστάνι που χορεύει σαν το κύμα, το ’πιασαν οι πολιτσμάνοι και το πήγανε στο τμήμα).