Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τιμόνι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τιμόνι, το, ουσ. [<μσν. τιμόνιν, υποκορ. του βενετ. timon], το τιμόνι· η διοίκηση, η διακυβέρνηση: «το τιμόνι του κράτους βρίσκεται σε πολύ άξια χέρια»· βλ. και λ. βολάν. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- ανάποδο τιμόνι, (στη γλώσσα των οδηγών αυτοκινήτων, ιδίως των αγωνιστικών) το στρίψιμο του τιμονιού προς την αντίθετη φορά από αυτή που προς στιγμή παίρνει το αυτοκίνητό μου: «μ’ ένα ανάποδο τιμόνι έφερε πάλι τ’ αυτοκίνητό του στη σωστή του πορεία»· 
- αφήνω το τιμόνι απ’ τα χέρια μου, α. παύω να διοικώ, να κυβερνώ: «αν αφήσω το τιμόνι του κράτους απ’ τα χέρια μου, θα πάτε όλοι κατά διαβόλου!». β. (για οδηγούς) παύω το οδήγημα, διακόπτω την οδήγηση: «μόνο όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, άφησα το τιμόνι απ’ τα χέρια μου»·
- βαστώ το τιμόνι, βλ. λ. κρατώ το τιμόνι·
- δεν υπακούει το τιμόνι, (για αυτοκίνητα) έχει βλάβη στο σύστημα οδήγησής του: «μόλις αντιλήφθηκα πως δεν υπακούει το τιμόνι, το πάρκαρα στην άκρη και φώναξα την Express Service»·
- δίνω το τιμόνι, παραχωρώ τη θέση του οδηγού σε κάποιον: «στα μέσα της διαδρομής έδωσα το τιμόνι στον τάδε και πήρα έναν υπνάκο»·
- είμαι στο τιμόνι, α. διοικώ, κυβερνώ: «στο τιμόνι του κράτους είναι ένας ισχυρός άντρας». β. (για οδηγό) οδηγώ: «σε όλη τη διαδρομή στο τιμόνι ήταν ο τάδε, γιατί εγώ ήμουν λίγο πιωμένος»·
- έχει βαρύ τιμόνι, (για αυτοκίνητα) που απαιτείται να βάλει δύναμη ο οδηγός για να το ελέγξει: «τα φορτηγά έχουν βαρύ τιμόνι, γι’ αυτό και όλοι οι φορτηγατζήδες είναι μπρατσαράδες». Λέγεται συνήθως σε αντιδιαστολή με τα αυτοκίνητα μικρού κυβισμού·
- έχει ελαφρύ τιμόνι, (για αυτοκίνητα) που δεν απαιτείται να βάλει ο οδηγός δύναμη για να το ελέγξει: «όλα τα μικρά αυτοκινητάκια έχουν ελαφρύ τιμόνι». Λέγεται συνήθως σε αντιδιαστολή με τα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού· 
- έχω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. φρ. κρατώ το τιμόνι·
- κάθομαι στο τιμόνι, βλ. φρ. είμαι στο τιμόνι·
- κόβω ανάποδο τιμόνι, βλ. λ. παίρνω ανάποδο τιμόνι·
- κόβω (το) τιμόνι, (για οδηγούς) στρίβω: «στο πρώτο στενό έκοψα το τιμόνι δεξιά»·
- κρατώ τιμόνι, βλ. συνηθέστ. κρατώ το τιμόνι. (Λαϊκό τραγούδι: κράτα τιμόνι στα μυαλά και θα περάσουμε καλά
- κρατώ το τιμόνι, α. διοικώ, κυβερνώ: «την εποχή εκείνη κρατούσε το τιμόνι του κράτους ο τάδε πολιτικός». β. (για οδηγούς τροχοφόρων) οδηγώ: «μόλις περάσαμε την Κατερίνη, έδωσα να κρατήσει το τιμόνι ο τάδε, γιατί ένιωθα κουρασμένος»·
- μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, (για οδηγούς) έχασα τον έλεγχο του αυτοκινήτου μου: «όπως έτρεχα, έπεσε σε μια λακκούβα και προς στιγμή μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια»·
- παίρνω ανάποδο τιμόνι, (στη γλώσσα των οδηγών αυτοκινήτων, ιδίως αγωνιστικών) στρίβω το τιμόνι προς την αντίθετη φορά από αυτή που προς στιγμή παίρνει το αυτοκίνητό μου: «μόλις αντιλήφθηκα να με πετάει στ’ αριστερά, πήρα ανάποδο τιμόνι και το ’φερα πάλι στα ίσια»·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, αναλαμβάνω τη διοίκηση, τη διακυβέρνηση: «μόλις ο τάδε πήρε το τιμόνι του κράτους στα χέρια του, μπορέσαμε να δούμε καλύτερες μέρες»·
- πιάνω το τιμόνι, (για οδηγούς τροχοφόρων) οδηγώ: «όταν πιάνεις το τιμόνι, να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν πιάνει το τιμόνι, που και που να φασκελώνει)·βλ. φρ. κρατώ το τιμόνι·
- πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. φρ. παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου·
- στο τιμόνι που κρατώ, όρκος επαγγελματία οδηγού σε κάποιον, για να γίνει πιστευτός σε αυτά που του λέει: «στο τιμόνι που κρατώ, τα πράγματα έγιναν ακριβώς έτσι όπως σου τα λέω».