Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τζογαδόρος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τζογαδόρος, ο, ουσ. [<βενετ. zogadore]. 1. ο συστηματικός, ο επαγγελματίας χαρτοπαίχτης και γενικά ο μανιώδης παίχτης τυχερών παιχνιδιών: «απ’ τη μέρα που έμαθε να παίζει χαρτιά, έγινε ο μεγαλύτερος τζογαδόρος || απ’ τη μέρα που έμαθε πώς παίζεται η ρουλέτα, έγινε ο μεγαλύτερος τζογαδόρος». (Λαϊκό τραγούδι: μες τη Νέα Υόρκη μπήκα, όλο τζογαδόρους βρήκα). 2. άνθρωπος που ριψοκινδυνεύει στη δουλειά του, στο εμπόριο, στις επιχειρήσεις του, γενικά ο ριψοκίνδυνος: «αυτή τη δουλειά μόνο ένας τζογαδόρος σαν τον τάδε μπορεί να την αναλάβει».