Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τεύχος
τεύχος, το, ουσ. [<μτγν. τεῦχος], το τεύχος·
- έχασες τεύχη, λέγεται συνήθως με κάποια ειρωνική διάθεση σε άτομο
που για κάποιο λόγο δεν είναι γνώστης όλων των επίμαχων πτυχών κάποιας υπόθεσης
ή διαμάχης: «τι γίνεται με τον τάδε, τη χώρισε αυτή που είχε; -Έχασες τεύχη,
γιατί την παντρεύτηκε || εντέλει τραβήχτηκαν στα δικαστήρια οι τάδε; -Έχασες
τεύχη, γιατί τα βρήκαν και τώρα είναι μέλι γάλα». Συνήθως η γρ. κλείνει με το δικέ
μου. Η φρ. από το 2003, παρότι η πώληση διαφόρων εγκυκλοπαιδειών ή άλλων
μεγάλων έργων σε τεύχη, άνθισε τη δεκαετία του 1960. Συνών. έχασες επεισόδια
/ έχασες σελίδες.