Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τετράγωνος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τετράγωνος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. τετράγωνος], τετράγωνος. 1. που είναι πολύ σωματώδης: «είχε έναν τετράγωνο φίλο μαζί του και μας έκανε τον καμπόσο». 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράγωνο, σύνολο οικοδομών, που περικλείεται συνήθως από τέσσερεις δρόμους. Συνήθως λέγεται οικοδομικό τετράγωνο, αλλά με τον καιρό ο επιθ. προσδιορ. οικοδομικό ακούγεται όλο και πιο σπάνια: «μένω στο παρακάτω τετράγωνο»·
- βλάκας στο τετράγωνο, βλ. λ. βλάκας·
- έχει τετράγωνη λογική, βλ. λ. λογική·
- έχει τετράγωνο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει τετράγωνο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μαλάκας στο τετράγωνο, βλ. λ. μαλάκας·
- στο τετράγωνο, σε πολύ μεγάλο βαθμό, ιδίως στο χαρακτηρισμό κάποιου για κακό: «ανόητος στο τετράγωνο».

μαλάκας

μαλάκας, ο, πλ. μαλάκες κ. μαλάκηδες κ. μαλάκηδοι, οι, ουσ. [<θηλ. μαλάκα <μτγν. μαλακός]. 1. αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται συχνά: «έχει ρέψει ο μαλάκας απ’ τη μαλακία». 2. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί, εσύ, κοτζάμ επιστήμονας, κάνεις παρέα μ’ αυτόν το μαλάκα!». 3. άνθρωπος με μειωμένη διανοητική ικανότητα, ο αποβλακωμένος, ο ανόητος, ο βλάκας: «είναι τόσο μαλάκας, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το μαύρο απ’ το άσπρο». 4. φιλική προσφώνηση σε φίλο ή σε οικείο άτομο: «άκου να σου πω, ρε μαλάκα, τι έγινε! || τι γίνεσαι, ρε μαλάκα, καιρό έχω να σε δω! || θα ’ρθεις, ρε μαλάκα, το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια;». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση σε άντρα αλλά και σε γυναίκα: «ουστ από δω, ρε μαλάκα, που θέλεις να ’ρθεις και μαζί μας!». (Τραγούδι: κι όλο βουλιάζω στο νανούρισμα, κάποια αόρατης μαράκας, κι όλοι οι φίλοι απορούν «τι κάνει ετούτος ο μαλάκας;»). Τέλος η λ. αποτελεί την εθνική μας βρισιά. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- γέλα μαλάκα! ειρωνική παρατήρηση σε ανεύθυνο άτομο που μπορεί να γελάει κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά θα έρθει σίγουρα η ώρα που θα κλάψει από την τιμωρία που θα του επιβληθεί ή από το κακό που θα πάθει. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γέλα·
- γκραν μαλάκας, αυτός που είναι πολύ μεγάλος μαλάκας: «τέτοιον γκραν μαλάκα πρώτη φορά έβγαλε η φύση»·
- είναι ένας μαλάκας και μισός, ο πολύ μεγάλος μαλάκας (που είναι, δηλαδή, ένας μαλάκας, συν ακόμη άλλος μισός μαλάκας): «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί είναι ένας μαλάκας και μισός»·
- καλός μαλάκας και του λόγου σου! λέγεται με επιθετική διάθεση σε άτομο που υποστηρίζει ή που επικροτεί τα λόγια ή την ενέργεια κάποιου ανόητου, κάποιου βλάκα ή εν τέλει κάποιου που λέει ή ενεργεί αντίθετα προς τα συμφέροντά μας·
- κάνω το μαλάκα, προσποιούμαι τον ανήξερο, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, κάνω το χαζό, το βλάκα: «πάψε να κάνεις το μαλάκα και πες μου τι ξέρεις για την υπόθεση || εσένα φωνάζω και μην κάνεις το μαλάκα»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. συνηθέστ. χαζό παιδί, χαρά γεμάτο, λ. παιδί·
- μαλάκας από κούνια, αυτός που είναι μαλάκας από τη μέρα που γεννήθηκε, ο εκ γενετής μαλάκας και, ως εκ τούτου, ο πολύ μεγάλος μαλάκας: «μην εκπλήσσεσαι για τις μαλακίες του, γιατί είναι μαλάκας από κούνια»·
- μαλάκας είμαι; (ρητορική ερώτηση) δεν είμαι καθόλου μαλάκας: «μαλάκας είμαι να μαλώσω μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά·
- μαλάκας με δίπλωμα, βλ. φρ. μαλάκας με πατέντα·
- μαλάκας με λοφίο, βλ. φρ. μαλάκας με περικεφαλαία·
- μαλάκας με πατέντα, κατά γενική διαπίστωση, αναμφίβολα, ο αναγνωρισμένος μαλάκας: «είναι γνωστός τοις πάσι με τις μαλακίες που κάνει, γιατί είναι μαλάκας με πατέντα»·
- μαλάκας με περικεφαλαία, ο πολύ μεγάλος μαλάκας: «με τις μαλακίες που έχεις κάνει, έχεις μείνει γνωστός ως μαλάκας με περικεφαλαία»·
- μαλάκας στο τετράγωνο, αυτός που είναι πολύ μεγάλος μαλάκας: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί είναι μαλάκας στο τετράγωνο»·
- μη γίνεσαι μαλάκας! μη συμπεριφέρεσαι σαν ανόητος, σαν βλάκας, σκέψου ή συμπεριφέρσου σοβαρά: «είναι ευκαιρία να πάρεις αυτή τη δουλειά που σου προσφέρει, μη γίνεσαι μαλάκας!»·
- πω πω, ρε μαλάκα! ή πω πω, ρε μαλάκα μου! βλ. συνηθέστ. πω πω, ρε πούστη! λ. πούστης·
- τι λε(ς), ρε μαλάκα! ή τι λε(ς), ρε μαλάκα μου! βλ. φρ. τι λε(ς), ρε πούστη! λ. πούστης·
- το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2· 
- τους μαλάκες με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα.