Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τεσσαράκοντα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τεσσαράκοντα, άκλ. απόλ. αριθμητ. [<αρχ. τεσσαράκοντα], σαράντα·
- έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα ή του ’δωσε παρά μίαν τεσσαράκοντα ή του μέτρησε παρά μίαν τεσσαράκοντα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έφαγε, του έδωσε κάποιος, πολύ ξύλο, ξυλοκοπήθηκε άγρια: «όταν εξοργίστηκε ο άλλος και τον άρπαξε στα χέρια του, του ’δωσε παρά μίαν τεσσαράκοντα». Από το ότι, κατά την εβραϊκή θρησκεία, απαγορεύεται ο μαστιγωτής να δίνει περισσότερα χτυπήματα από σαράντα σε κάποιον κατάδικο. Επειδή οι συνέπειες ήταν σοβαρές, αν ξεπερνούσε αυτόν τον αριθμό, για να είναι προφυλαγμένος ο μαστιγωτής από τυχόν λάθος στο μέτρημα, έδινε για σιγουριά τριάντα εννιά χτυπήματα, δηλ. παρά ένα σαράντα.