Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τεράστιος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τεράστιος, -ια, -ιο, επίθ. [<μτγν. τεράστιος <τέρας], τεράστιος· ιδίως εύχρ. ως επιφώνημα τεράστιε! (στη νεοαργκό) που υποδηλώνει γενικά θαυμασμό για κάποιον που έχει πολύ σωστό χαρακτήρα ή πολύ σωστή συμπεριφορά.