τεμπελιά
τεμπελιά, η, ουσ. [<τεμπέλης + κατάλ. -ιά], η ιδιότητα του
τεμπέλη, η οκνηρία, η νωθρότητα, η νωχέλεια: «κανείς δεν μπορεί να προκόψει στη
ζωή του με την τεμπελιά»·
-
βασιλιά βασιλιά τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
-
έχω τεμπελιές, δεν έχω διάθεση, κέφι για δουλειά: «όταν έχω τεμπελιές μη
μου πεις για δουλειά». Στον τύπο έχω κάτι τεμπελιές! επιτείνεται η
έννοια της τεμπελιάς και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι τεμπελιές(!)
-
με δέρνει τεμπελιά ή με δέρνουν τεμπελιές, δεν έχω καθόλου
διάθεση, καθόλου κέφι για δουλειά: «τον τελευταίο καιρό έχουν πάει όλες οι
δουλειές μου πίσω, γιατί με δέρνει τεμπελιά». Στον τύπο με δέρνει μια
τεμπελιά! ή με δέρνουν κάτι τεμπελιές! επιτείνεται η έννοια της
τεμπελιάς και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι τεμπελιά! ή μα
τι τεμπελιές!