Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τεμάχιο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τεμάχιο, το, ουσ. [<αρχ. τεμάχιον], το τεμάχιο· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το καθένα από τα γκολ, από τα τέρματα: «την προηγούμενη Κυριακή που παίξαμε μαζί τους τους ρίξαμε τρία τεμάχια».