Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ταχύτητα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ταχύτητα, η, ουσ. [<αρχ. ταχυτής], η ταχύτητα. 1. η γρήγορη κίνηση: «τ’ αυτοκίνητο πέρασε με ταχύτητα από μπροστά μου || τ’ αγωνιστικά αυτοκίνητα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα». 2. το σύστημα που αυξάνει η ελαττώνει τις στροφές του κινητήρα μηχανής αυτοκινήτου μεταδίδοντας ανάλογες στροφές και στους τροχούς: «ένα αυτοκίνητο έχει τέσσερις ή πέντε ταχύτητες»·
 - αλλάζω ταχύτητα, α. αυξάνω ή ελαττώνω τις στροφές του κινητήρα της μηχανής αυτοκινήτου, ανάλογα με την περίσταση: «όταν υπάρχει κίνηση στους δρόμους, αλλάζω ταχύτητα και πηγαίνω αργά || όταν δεν υπάρχει κίνηση στους δρόμους, αλλάζω ταχύτητα και πηγαίνω πιο γρήγορα». β. ενεργοποιούμαι εντατικά: «κάθε φορά που μου τυχαίνει κάποια δυσκολία στη δουλειά, αλλάζω ταχύτητα μέχρι αν την ξεπεράσω»·
- ανοίγω ταχύτητα, α. αυξάνω τις στροφές του κινητήρα της μηχανής αυτοκινήτου και, κατ’ επέκταση, αναπτύσσω ταχύτητα: «όταν βρίσκομαι στην εθνική οδό, ανοίγω ταχύτητα». β. (για πρόσωπα) τρέχω γρηγορότερα: «μόλις ο δρομέας αντιλήφθηκε πως τον πλησίαζαν οι άλλοι δρομείς, άνοιξε ταχύτητα»·
- από κεκτημένη ταχύτητα, α. λέγεται για κάτι που εξακολουθεί να γίνεται από συνήθεια και χωρίς να υπάρχει λόγος: «κάποτε πηγαίναμε κάθε βράδυ στα μπουζούκια κι αν εξακολουθώ να πηγαίνω, είναι από κεκτημένη ταχύτητα». β. η ταχύτητα με την οποία εξακολουθεί να κινείται ένα σώμα ακόμη και όταν σταματήσει να ενεργεί σε αυτό η αιτία που το έθεσε αρχικά σε κίνηση: «πήδηξε απ’ το λεωφορείο, ενώ αυτό βρισκόταν εν κινήσει κι απ’ την κεκτημένη ταχύτητα, που τον παρέσυρε μπροστά, θα έτρωγε τα μούτρα του»·
- βάζω ταχύτητα, βλ. φρ. ανοίγω ταχύτητα·
- βγάζω (την) ταχύτητα, μηδενίζω την ενέργεια της κινητήριας δύναμης της μηχανής του αυτοκινήτου: «όση ώρα τον περίμενα, έβγαλα ταχύτητα κι είχα τη μηχανή να δουλεύει για το καλοριφέρ, γιατί έκανε κρύο»·
- κατεβάζω ταχύτητα, βλ. φρ. κόβω ταχύτητα·
- κόβω ταχύτητα, α. ελαττώνω τις στροφές του κινητήρα της μηχανής του αυτοκινήτου και, κατ’ επέκταση, ελαττώνω την ταχύτητα: «όταν υπάρχει κίνηση στους δρόμους, κόβω ταχύτητα και οδηγώ προσεκτικά». β. (για πρόσωπα) ελαττώνω την ένταση του τρεξίματός μου: «μετά από δυο χιλιόμετρα τρέξιμο, έκοψα ταχύτητα, γιατί είχα λαχανιάσει»·
- με ταχύτητα αστραπής, βλ. λ. αστραπή·
- των δύο ταχυτήτων, δηλώνει άνιση οικονομική ανάπτυξη, άνιση εξέλιξη προόδου ή μόρφωσης ανάμεσα σε δυο ομάδες ανθρώπων: «η Ευρώπη των δύο ταχυτήτων || εκπαίδευση δύο ταχυτήτων».  

αστραπή

αστραπή, η, ουσ. [<αρχ. ἀστραπή], η αστραπή·
- έγινε αστραπή, βλ. συνηθέστ. έφυγε αστραπή·
- έπαθα αστραπή, (στη νεοαργκό) μένω εμβρόντητος, κατάπληκτος: «ήταν τόσο όμορφη που μόλις την είδα έπαθα αστραπή»·
- έφυγε αστραπή, έφυγε πολύ γρήγορα, αστραπιαία: «μόλις έμαθε πως χτύπησε ο αδερφός του, έφυγε αστραπή». (Λαϊκό τραγούδι: στράτα τη στράτα σου το ’χω πει, φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή
- καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται, βλ. λ. ουρανός·
- με ταχύτητα αστραπής, βλ. φρ. σαν αστραπή·
- σαν αστραπή, λέγεται για ό,τι κινείται ή γίνεται πάρα πολύ γρήγορα: «το μαχητικό αεροπλάνο διέσχισε σαν αστραπή τον ουρανό || ξαφνικά, πέρασε σαν αστραπή η ιδέα απ’ το μυαλό μου πως ο ένοχος ίσως να ήταν ο τάδε». (Τραγούδι: στη νύχτα βγαίνει σαν αστραπή και με τα νύχια σκάβει για να με βρει
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές ή τα μάτια του πετούν αστραπές, βλ. λ.μάτι·
- ταξίδι αστραπή, βλ. λ. ταξίδι·