Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ταραγμένος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ταραγμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. ταράζω], που είναι αναστατωμένος, σαστισμένος, συγχυσμένος, που είναι συγκινημένος: «δεν ξέρει κανένας μας γιατί ήρθε ταραγμένος το πρωί στη δουλειά || κοιτούσε ταραγμένη το πλοίο που έπαιρνε μακριά της τον άντρα της».