Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ταπώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ταπώνω, ρ. [<τάπα + κατάλ. -ώνω], ταπώνω. 1. (για μπάσκετ) πραγματοποιώ τάπα σε αντίπαλο παίχτη: «κάθε φορά που ο αντίπαλος σηκωνόταν για να κάνει βολή, αυτός τον τάπωνε και ξεσήκωνε τις εξέδρες απ’ τον ενθουσιασμό». 2. αποστομώνω κάποιον: «έλεγε ό,τι ήθελε ο τάδε, αλλά, μόλις πήρε το λόγο ο άλλος, τον τάπωσε κι έτσι μπήκαν τα πράγματα στη θέση τους». 3. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, ιδίως από πίσω, από τον κώλο: «ένα βράδυ την παρέσυρε στην γκαρσονιέρα του κι εκεί μέσα την τάπωσε». Από την εικόνα της εισόδου της τάπας στο άνοιγμα του μπουκαλιού, που παρομοιάζεται με το πέος που εισέρχεται στον πρωκτό. 4. κατανικώ, κατατροπώνω κάποιον με ξυλοδαρμό: «αν ξαναπείς κακό για μένα, θα σε πιάσω στα χέρια μου και θα σε ταπώσω». Από την εικόνα του ατόμου που πιέζει με δύναμη την τάπα στο άνοιγμα του μπουκαλιού.