ταλέντο
ταλέντο, το, ουσ. [<ιταλ. talento <λατιν. talentum <αρχ. τάλαντον], 1. το
φυσικό χάρισμα η εξαιρετική ικανότητα που έχει κάποιο άτομο σε κάτι εκ γενετής
και αυτό το ίδιο το άτομο: «έχει ταλέντο στη μουσική || είναι ταλέντο στη
ζωγραφική || είναι το ταλέντο της οικογένειας || γίνεται διαγωνισμός τραγουδιού
για ταλέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα γλυκό σου φιλί μ’ έχεις στείλει, έχεις
μεγάλο ταλέντο στα χείλη).2. λέγεται και με αρνητική
διάθεση: «έχει μεγάλο ταλέντο να σε βάζει στο χέρι || είναι ταλέντο στις
απατεωνιές»·
-
κρυφό ταλέντο, α. λέγεται για άτομο που κατά καιρούς εκδηλώνει
διάφορες θετικές ιδιότητες, διάφορα χαρίσματα που μας ήταν άγνωστα. β.
λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
-
κυνηγός ταλέντων, άτομο του καλλιτεχνικού ή του αθλητικού χώρου που
ανακαλύπτει νέα ταλέντα: «είναι σπουδαίος κυνηγός ταλέντων κι έχει ανακαλύψει
τους περισσότερους τραγουδιστές, που σήμερα είναι φίρμες».