τακτοποιώ
τακτοποιώ κ.
ταχτοποιώ, ρ. [<τακτός + ποιώ], 1α. βάζω τάξη σε κάποιο χώρο:
«πήγαινε γρήγορα και τακτοποίησε το δωμάτιό σου». β. κανονίζω, ρυθμίζω,
εξοφλώ έναν λογαριασμό: «δεν μπορώ να σου δώσω άλλο με πίστωση, αν δεν
τακτοποιήσεις πρώτα αυτά που μου χρωστάς». γ. ρυθμίζω, διακανονίζω μιαν
υπόθεση που ήταν σε εκκρεμότητα: «κοίτα να τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητές σου,
γιατί, όσο καθυστερείς, τόσο περισσότερο περιπλέκονται». 2α. τοποθετώ
κάποιον σε κάποια θέση εργασίας: «τακτοποίησε το γιο του στην τράπεζα». β. δίνω
σε κάποιον τα εφόδια, τα μέσα που του εξασφαλίζουν τη ζωή του: «τώρα που τακτοποίησε
τα παιδιά του, δεν τον νοιάζει κι αν πεθάνει». 3. τιμωρώ κάποιον με
ξυλοδαρμό: «μόλις γύρισε πάλι μεθυσμένος στο σπίτι, τον άρπαξε ο πατέρας του
και τον τακτοποίησε». 4. καθορίζω, βρίσκω ύστερα από έρευνα σε ποιον
ανήκουν τα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν σε κάποιο αντικείμενο ή χώρο:
«μόλις οι αστυνομικές αρχές τακτοποίησαν τα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν
μέσα στη γιάφκα, άρχισαν να προβαίνουν σε συλλήψεις». Η λ. σε ευρεία χρήση από
το 2002, μετά τη σύλληψη των μελών της 17 Νοέμβρη. Συνών. ταυτοποιώ·
-
θα σε τακτοποιήσω, απειλή για τιμωρία με ξυλοδαρμό: «μόλις έρθεις στο
σπίτι, θα σε τακτοποιήσω».