τακτική
τακτική κ.
ταχτική, η, ουσ. [<αρχ. τακτική, θηλ. του επιθ. τακτικός], η τακτική· ο
συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας, ο συγκεκριμένος τρόπος συμπεριφοράς: «μ’ αυτή
την τακτική που ακολουθείς, σίγουρα θα ’χεις προβλήματα»·
-
αλλάζω τακτική, ενεργώ, συμπεριφέρομαι διαφορετικά από ό,τι προηγουμένως
προς το καλό ή προς το κακό: «αφού μου φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο, θ’
αλλάξω κι εγώ τακτική». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν αλλάξεις τακτική, ψεύτρα
και άστατη γυνή, χωρίς κουβέντες πια πολλές θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις //
κουράστηκα μες στη ζωή, καλά εγώ να κάνω, γι’ αυτό θ’ αλλάξω ταχτική πριν
πέσω και πεθάνω). Συνών. αλλάζω βιολί / αλλάζω δρόμο (α) / αλλάζω σκοπό·
- η τακτική του καρότου και του μαστίγιου, βλ. λ. καρότο.
καρότο
καρότο,
το, ουσ.
[<λατιν. carota <μτγν. καρωτόν], το καρότο·
- η
πολιτική του καρότου και του ραβδιού, η
εναλλάξ χρησιμοποίηση δελεαστικών, ελκυστικών προτάσεων ή μέσων και απειλών: «η
Αμερική είναι η πρώτη διδάξασα της πολιτικής του καρότου και του ραβδιού»·
- η
τακτική του καρότου και του μαστίγιου, βλ. φρ. η πολιτική του καρότου
και του ραβδιού·
- τη
βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. παντζάρι.
-
τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα, (ειρωνικά)
το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος πέθανε και το θάψανε: «αυτός που ζητάς
έπεσε απ’ το μπαλκόνι του και τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα». Συνών. τώρα
βλέπει τα ραδίκια ανάποδα ή τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια / τώρα
βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια.