τιμήμα, το, ουσ. [<τμήμα], αντί του ορθού τμήμα: «σε ζητούν
στο τιμήμα».
τμήμα
τμήμα, το, ουσ.
[<αρχ. τμῆμα], το τμήμα· το αστυνομικό τμήμα: «τον πήραν στο τμήμα για
εξακρίβωση στοιχείων». (Λαϊκό τραγούδι: ένα πράσινο φουστάνι που χορεύει σαν
το κύμα, το ’πιασαν οι πολιτσμάνοι και το πήγανε στο τμήμα).