Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τέως

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τέως, ο, η, άκλ. ουσ. [<αρχ. επίρρ. τέως (= κάποτε)], τέως· δηλώνει τον (την) έως πριν από λίγο χρόνο σύζυγο ή ερωμένο που ήταν αμέσως πριν από το σημερινό: «αυτόν που βλέπεις να περνάει απ’ τ’ απέναντι πεζοδρόμιο, είναι ο τέως της τάδε».