Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τεσσάρα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τεσσάρα, η, ουσ. [μεγέθ. του ουσ. τεσσάρι]. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η επιτυχία τεσσάρων τερμάτων σε βάρος της αντίπαλης ομάδος: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ρίξαμε τεσσάρα». 2. στον πλ. οι τεσσάρες, η περίπτωση που και τα δυο ζάρια, μετά το ρίξιμο από τον παίχτη, δείχνουν στην ορατή επιφάνειά τους τον αριθμό τέσσερα, τα ντόρτια (βλ. λ.).