Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τέντωμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τέντωμα, το, ουσ. [<τεντώνω], το τέντωμα· η έπαρση, το κόρδωμα: «για δες τον τέντωμα απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο!».