Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τέντα
τέντα, η, ουσ.
[<μσν. τέντα <ιταλ. tenda], η τέντα. 1. σκηνή για διαμονή στο
ύπαιθρο, το αντίσκηνο: «μόλις στήσαμε την τέντα, μπήκαμε μέσα να ξεκουραστούμε».
2. ως επίρρ., ορθάνοιχτα: «άνοιξε τέντα τα μάτια του και με κοιτούσε
κατάπληκτος»·
-
αφήνω τέντα, (για παράθυρα, ιδίως για πόρτες) αφήνω τελείως ανοιχτά, ορθάνοιχτα:
«έφυγε βιαστικά κι άφησε τέντα την πόρτα»·
-
είναι τέντα, (για παράθυρα, ιδίως για πόρτες) είναι τελείως ανοιχτά,
ορθάνοιχτα: «κλείσε την πόρτα, γιατί είναι τέντα»·
- έχω τέντα, (για παράθυρα, ιδίως για πόρτες) έχω τελείως
ανοιχτά, ορθάνοιχτα: «τόσο ζέστα σ’ έπιασε κι έχεις τέντα πόρτες και
παράθυρα;».