Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τάραχος
τάραχος, ο, ουσ. [<αρχ. τάραχος], τάραχος·
-
περνώ των παθών μου τον τάραχο, βλ. συνηθέστ. τραβώ των παθών μου τον
τάραχο·
-
τραβώ των παθών μου τον τάραχο, υποφέρω τα πάνδεινα: «κάθε μέρα τραβώ
των παθών μου τον τάραχο, για να μη λείψει τίποτα στην οικογένειά μου».