Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τάπωμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τάπωμα, το, ουσ. [<ταπώνω], το τάπωμα. 1. (για μπάσκετ) η πραγματοποίηση τάπας σε αντίπαλο παίχτη: «του ’κανε τέτοιο τάπωμα, που ο άλλος δεν μπορούσε να το πιστέψει». 2. η επιβολή της σεξουαλικής πράξης, ιδίως από πίσω, από τον κώλο: «έφαγε τέτοιο τάπωμα το γυναικάκι, που δε θέλει να τον ξαναδεί». 3. η κατανίκηση, η κατατρόπωση κάποιου με ξυλοδαρμό: «του ’κανε τέτοιο τάπωμα ο δικός σου, που θα κάνει ο άλλος μέρες να περπατήσει».