Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τάπα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τάπα, η, ουσ. [<ιταλ. tappo <τουρκ. tapa], η τάπα. 1. άνθρωπος πολύ κοντός: «είναι τόσο τάπα, που, αν δεν προσέξεις, μπορεί και να τον πατήσεις». Από την εικόνα του πώματος του μπουκαλιού που έχει πολύ μικρό μέγεθος. 2. (για ρούχα) που είναι πολύ τσαλακωμένο: «πώς καθόσουν, ρε παιδάκι μου, κι έκανες έτσι τάπα το παντελόνι σου;». 3. (στη γλώσσα του μπάσκετ) το πήδημα παίχτη πιο ψηλά από αντίπαλο που επιχείρησε βολή και το κατέβασμα της μπάλας, πριν φτάσει αυτή στο καλάθι και γράψει πόντο: «ο Φασούλας λόγω ύψους ήταν μοναδικός στις τάπες». 4. στον πλ. οι τάπες (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι κυλινδρικές προεξοχές στη σόλα του ποδοσφαιρικού παπουτσιού, για να μη γλιστρούν οι παίχτες, καθώς τρέχουν: «η διοίκηση αποφάσισε ν’ αγοράσει καινούρια ποδοσφαιρικά παπούτσια, γιατί σ’ αυτά που υπάρχουν οι πιο πολλές τάπες είναι φαγωμένες». Συνών. σχάρες·
- γίνομαι τάπα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που κάθεται να πιει, γίνεται τάπα στο μεθύσι». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι τάπα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «όταν είμαι τάπα, δεν ξέρω τι λέω και τι κάνω!». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- έφαγε τάπα, α. (για παίχτες μπάσκετ) δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει βολή προς το αντίπαλο καλάθι, γιατί κάποιος αντίπαλος παίχτης πήδηξε πιο ψηλά από αυτόν και κατέβασε την μπάλα: «ο τάδε επιχείρησε βολή, αλλά έφαγε τάπα απ’ τον αντίπαλό του». β. (στη νεοαργκό) πήρε από κάποιον αποστομωτική απάντηση: «πήγε να πει κάτι κακό για την παρέα μας, αλλά έφαγε τέτοια τάπα απ’ τον τάδε, που κατάπιε τη γλώσσα του). γ. (στη νεοαργκό) έχασε την ερωμένη του, την γκόμενά του από κάποιον άλλον: «όταν έβγαινε με την γκόμενά του, έπαιρνε και το φίλο του μαζί του, ώσπου στο τέλος, χωρίς να το καταλάβει, έφαγε τάπα, γιατί τα ’φτιαξαν οι δυο τους κι έτσι απόμεινε μόνος»·
- κάνω τάπα, (στη γλώσσα του μπάσκετ) πηδώ πιο ψηλά από τον αντίπαλο παίχτη που επιχείρησε βολή και κατεβάζω την μπάλα πριν αυτή φτάσει στο καλάθι και σημειώσει πόντο: «είναι απαραίτητος στην ομάδα μας, γιατί λόγω του ύφους του, κάνει ένα σωρό τάπες σε κάθε παιχνίδι»·
- τον κάνω τάπα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι μου γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά μόλις αρχίσαμε να πίνουμε, μέσα σε λίγη ώρα τον έκανα τάπα». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι.

φέσι

φέσι, το, ουσ. [<τουρκ. fes από το όνομα της πόλης Fez, πρωτεύουσας του Μαρόκου]. 1. μάλλινο κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως κόκκινο, με ή χωρίς μαύρη φούντα, ιδιαίτερα διαδεδομένο στους μουσουλμανικούς λαούς: «το φέσι, παρόλο που είναι ανατολίτικος σκούφος, αποτελεί και αναπόσπαστο κομμάτι της ευζωνικής στολής». 2. ανεξόφλητο χρέος: «ό,τι αγοράσει αυτός ο τύπος, να απαιτήσεις να στο πληρώσει τοις μετρητοίς, γιατί έχει γεμίσει την αγορά με φέσια». 3. κακό δημόσιο θέαμα, ιδίως καλλιτεχνικό, ή κακό ανάγνωσμα: «μην πας να δεις αυτό το έργο, γιατί είναι φέσι || άφησα στη μέση το βιβλίο που διάβαζα, γιατί ήταν φέσι». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- αφήνω φέσι, δεν πληρώνω το λογαριασμό μου, ιδίως σε κέντρο διασκέδασης: «δεν πάω σ’ αυτό το κέντρο, γιατί την προηγούμενη φορά τους άφησα φέσι κι έφυγα»·
- βάζω το φέσι μου στραβά ή βάζω στραβά το φέσι μου, βλ. συνηθέστ. βάζω το καπέλο μου στραβά, λ. καπέλο·
- βάζω φέσι, δανείζομαι χρήματα χωρίς να τα επιστρέψω, δημιουργώ συστηματικά χρέη με σκοπό να μην τα εξοφλήσω, είμαι συστηματικός φεσατζής: «πρόσεχε αυτόν τον τύπο, γιατί έχει βάλει φέσι σ’ όλη την αγορά»·
- γίνομαι φέσι, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που καθόμαστε με την παρέα να πιούμε, γινόμαστε φέσι». (Λαϊκό τραγούδι: ντράγκα ντρουμ, να βρούμε θέση λίγο απάνω σου να γείρω, γιατί έχω γίνει φέσι). Συνών. γίνομαι αλιάδα / γίνομαι αλοιφή (α) / γίνομαι γκάιντα / γίνομαι γκολ / γίνομαι γκον / γίνομαι ένα με τη γη / γίνομαι ένα με το χώμα / γίνομαι κουδούνι / γίνομαι κουνουπίδι / γίνομαι λάσπη / γίνομαι λέσι (α) / γίνομαι λιάδα / γίνομαι λιώμα (α) / γίνομαι ντέφι / γίνομαι ντίρλα / γίνομαι παϊτόνι (α) / γίνομαι πατάτα / γίνομαι πίτα / γίνομαι πίτας / γίνομαι σκατά (α) / δίνομαι σκνίπα / γίνομαι σκνίπας / γίνομαι σούπα / γίνομαι σούρα / γίνομαι σπανακόπιτα (α) / γίνομαι σταφίδα / γίνομαι στουπί / γίνομαι τάβλα / γίνομαι τάπα / γίνομαι τέζα / γίνομαι τούνγκα / γίνομαι τούρνα / γίνομαι τύφλα / γίνομαι τύφλας / γίνομαι φέτα / γίνομαι χάλια (α) / γίνομαι χότζας (α) / γίνομαι χύμα·
- είμαι φέσι, είμαι υπερβολικά μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «δεν αντέχω το ποτό και με δυο ποτηράκια είμαι φέσι». Συνών. είμαι αλιάδα / είμαι αλοιφή / είμαι γκάιντα / είμαι γκολ / είμαι γκον / είμαι ένα με τη γη / είμαι ένα με το χώμα / είμαι κουδούνι (α) / είμαι λάσπη / είμαι λέσι (α) / είμαι λιάδα / είμαι λιώμα (α) / είμαι ντέφι / είμαι ντίρλα / είμαι παϊτόνι (α) / είμαι πατάτα / είμαι πίτα / είμαι πίτας / είμαι σκατά (α) / είμαι σούρα / είμαι σούρας / είμαι σπανακόπιτα / είμαι σταφίδα / είμαι στουπί / είμαι τάβλα / είμαι τάπα / είμαι τέζα (α) / είμαι τούνγκα / είμαι τούρνα / είμαι τύφλα / είμαι τύφλας / είμαι φέτα / είμαι χάλια (α) / είμαι χύμα·
- έφαγα φέσι, παρακολούθησα κάποιο δημόσιο θέαμα, ιδίως καλλιτεχνικό, ή διάβασα κάποιο κακό ανάγνωσμα: «πήγα στην τάδε συναυλία κι έφαγα φέσι || είδα την τάδε ταινία κι έφαγα φέσι || αγόρασα το τάδε βιβλίο κι έφαγα φέσι»· βλ. και φρ. τρώω φέσι·
- μου βγήκε φέσι, δηλώνει αποτυχημένη εκλογή, αποτυχημένη αγορά: «αγόρασα το τάδε αυτοκίνητο που όλοι μου το διαφήμιζαν, αλλά μου βγήκε φέσι»·
- ρίχνω φέσι, βλ. συνηθέστ. βάζω φέσι·
- στο λάθος δεν μπαίνει φέσι, λέγεται για κάποιον που ενεργεί λανθασμένα και υφίσταται άμεσα τις συνέπειες του λάθους του: «έκανε δουλειά που δεν ήξερε και χρεοκόπησε. -Στο λάθος δεν μπαίνει φέσι». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. η μαγκιά πληρώνεται, λ. μαγκιά·
- τον κάνω φέσι, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «ήθελε να παραβγεί μαζί μου στο ποτό και μέσα σε λίγη ώρα τον έκανα φέσι». Συνών. τον κάνω αλιάδα / τον κάνω αλοιφή (α) / τον κάνω γκάιντα (α) / τον κάνω γκολ / τον κάνω γκον / τον κάνω ένα με τη γη / τον κάνω ένα με το χώμα / τον κάνω κουδούνι (α) / τον κάνω κουνουπίδι / τον κάνω λάσπη / τον κάνω λέσι (α) / τον κάνω λιάδα / τον κάνω λιώμα (α) / τον κάνω ντέφι / τον κάνω ντίρλα / τον κάνω παϊτόνι (α) / τον κάνω πατάτα / τον κάνω πίτα / τον κάνω σκατά (α) / τον κάνω σπανακόπιτα (α) / τον κάνω σταφίδα / τον κάνω στουπί / τον κάνω τάβλα / τον κάνω τάπα / τον κάνω τέζα / τον κάνω τούνγκα / τον κάνω τούρνα / τον κάνω τύφλα / τον κάνω φέτα / τον κάνω χάλια / τον κάνω χότζα (α) / τον κάνω χύμα·
- του ’βαλα φέσι, δεν του πλήρωσα το λογαριασμό που όφειλα να του πληρώσω ή δεν του επέστρεψα τα χρήματα που του δανείστηκα: «πολύ το φχαριστήθηκα που του ’βαλα φέσι αυτού του τσιγκούναρου!». Συνών. του ’βαλα καπέλο·
- του ’ριξα φέσι, βλ. συνηθέστ. του ’βαλα φέσι·
- του φόρεσα φέσι, βλ. φρ. του ’βαλα φέσι·
- τρώω φέσι, δε μου πληρώνει κάποιος το λογαριασμό ή δε μου επιστρέφει τα χρήματα που του δάνεισα: «δε δανείζω ξανά σε κανέναν, γιατί έχω βαρεθεί κάθε τόσο να τρώω φέσι»· βλ. και φρ. έφαγα φέσι·
- φέσι μέχρι τ’ αφτιά ή φέσι ως τ’ αφτιά, πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό, πολύ μεγάλο χρέος που αφήνει κανείς ανεξόφλητο, απλήρωτο σε κάποιον: «ψάχνω να βρω έναν τύπο που μ’ έχει βάλει ένα φέσι μέχρι τ’ αφτιά».