Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τάξιμο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τάξιμο, το, ουσ. [<μσν. τάξιμον, από το θέμα αορ. του ρ. τάζω + κατά. -ιμον]. 1. η υπόσχεση: «μην τον πιστεύεις, γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι μόνο ταξίματα». 2.  υπόσχεση αφιέρωσης στο Θεό ή σε άγιο σε ανταπόδοση ζητούμενης χάρης, το τάμα: «έχει τάξιμο στη Χάρη Της μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του, αν περάσει ο γιος του στο πανεπιστήμιο».