Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τάλας

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τάλας, ο, ουσ. [αρσ. του επιθ. τάλας], εύχρ. μόνο στην περιπαικτική ρίμα των λαϊκών ανθρώπων που απευθύνεται στους σπουδαγμένους ή τους καθαρευουσιάνους: οϊμέ σε με τον τάλα, μα και σε σε κουφάλα.