Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τάβλι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τάβλι, το, ουσ. [<μτγν. ταβλί(ο)ν, υποκορ. του ουσ. τάβλα], είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού πολύ διαδεδομένο στους λαϊκούς ανθρώπους που παίζεται από δυο άτομα με ζάρια και πούλια μέσα σε ξύλινο άβακα: «πήγε με το φίλο του στο καφενείο για να παίξουν μια παρτίδα τάβλι».