Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σύνταξη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σύνταξη, η, ουσ. [<αρχ. σύνταξις], η σύνταξη·
- βγαίνω στη σύνταξη, α. παύω να αναμειγνύομαι στα κοινά της πιάτσας, αναστέλλω οριστικά την παράνομη δράση μου, ιδίως λόγω ηλικίας: «κάποτε ήταν ο μεγαλύτερος κομπιναδόρος της πιάτσας, αλλά τώρα που γέρασε, βγήκε στη σύνταξη». β. παύω να εργάζομαι, συνταξιοδοτούμαι: «τον άλλο μήνα βγαίνω στη σύνταξη κι ετοιμάζομαι για ταξίδια»·
- είμαι σε σύνταξη, είμαι συνταξιούχος: «όσοι είμαστε σε σύνταξη, περνάμε την ώρα μας στο καφενείο παίζοντας χαρτιά ή τάβλι»·
- είμαι στη σύνταξη,  (για δημοσιογράφους) ανήκω, εργάζομαι στο συντακτικό προσωπικό εφημερίδας, περιοδικού ή τηλεόρασης: «πέντε χρόνια είμαι στη σύνταξη της τάδε εφημερίδας»· βλ. και φρ. είμαι σε σύνταξη·
- παίρνω σύνταξη, εισπράττω κάθε μήνα ένα καθορισμένο χρηματικό ποσό, που μου καταβάλλεται ισόβια από το ασφαλιστικό μου ταμείο, επειδή έπαψα να εργάζομαι λόγω ηλικίας ή υγείας: «κάθε πρώτη του μηνός παίρνω σύνταξη τόσα λεφτά»· βλ. και φρ. βγαίνω στη σύνταξη.