Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σύλληψη
σύλληψη, η, ουσ. [<αρχ. σύλληψις], η σύλληψη· (για γυναίκες) η γονιμοποίηση, η εγκυμοσύνη: «είχε προβληματικές ωοθήκες, γι’ αυτό η σύλληψη που πραγματοποιήθηκε θεωρήθηκε από τους γιατρούς θαύμα».
σύλληψη, η, ουσ. [<αρχ. σύλληψις], η σύλληψη· (για γυναίκες) η γονιμοποίηση, η εγκυμοσύνη: «είχε προβληματικές ωοθήκες, γι’ αυτό η σύλληψη που πραγματοποιήθηκε θεωρήθηκε από τους γιατρούς θαύμα».