σόλο
σόλο, το, άκλ.
ουσ. [<ιταλ. solo <λατιν. solus (= μόνος)], το σόλο. 1. ως επίρρ.,
χωρίς συνοδεία, από ένα μόνο άτομο: «δεν μπορεί να διασκεδάσει σόλο, γιατί δεν
το ευχαριστιέται». Συνών. σολαρία (2). 2. (για μουσικούς) που
παίζει μόνος του κάποιο μουσικό κομμάτι ή που αυτοσχεδιάζει: «σόλο μπουζούκι»·
-
είμαι σόλο, είμαι μόνος, χωρίς φιλική συντροφιά ή τη συνοδεία γυναίκας:
«δεν μπορώ να ’ρθω στο χορό, γιατί είμαι σόλο»·
-
ξηγιέμαι σόλο, δεν έχω διάθεση για συντροφιά και μένω μόνος: «σήμερα
ξηγιέμαι σόλο, γιατί βαρέθηκα κάθε βράδυ τη βαβούρα»·
-
παίζω σόλο μαντολίνο, βλ. λ. μαντολίνο·
-
το ξηγιέται σόλο, τραβάει μαλακία, αυνανίζεται: «όταν δεν έχει γκόμενα,
το ξηγιέται σόλο»·
-
το παίζει σόλο, κυκλοφορεί επιδεικτικά μόνος του στα γνωστά στέκια:
«έγινε μια μικροπαρεξήγηση στην παρέα κι από τότε το παίζει σόλο».
μαντολίνο
μαντολίνο,
το, ουσ. [<ιταλ. mandolino], το μαντολίνο·
-
η κοιλιά μου παίζει μαντολίνο, βλ. λ. κοιλιά·
-
παίζω σόλο μαντολίνο, (ειρωνικά) αυνανίζομαι, μαλακίζομαι: «όταν δεν έχω
γκόμενα, παίζω σόλο μαντολίνο κι ηρεμώ». Από τις κινήσεις του μουσικού που
παίζει μαντολίνο οι οποίες παρομοιάζονται με αυτές που κάνει κανείς, όταν
αυνανίζεται. Συνών. παίζω μπασαβιόλα.