Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σωτηρία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σωτηρία, -η, ουσ. [<αρχ. σωτηρία], η σωτηρία·
- δεν έχει σωτηρία, είναι τόσο άρρωστος ή είναι τόσο μπλεγμένος σε κάποια παράνομη υπόθεση, που δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει: «μετά την εξέταση που έκανε ο γιατρός, μας είπε πως ο παππούς δεν έχει σωτηρία || αφού τον έπιασαν με το πιστόλι στο χέρι πάνω απ’ το πτώμα, μου φαίνεται πως δεν έχει σωτηρία ο τύπος»·
- άγκυρα σωτηρίας, βλ. λ. άγκυρα·
- βρήκα τη σωτηρία μου, απαλλάχτηκα από κάποια δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: «το βράδυ που πέφτω να κοιμηθώ, βάζω βαμβάκι στ’ αφτιά μου και βρήκα τη σωτηρία μου απ’ το θόρυβο || κάθε τόσο πήγαινα τ’ αυτοκίνητό μου στο μηχανικό, απ’ τη μέρα όμως που μου σύστησαν τον τάδε, βρήκα τη σωτηρία μου, γιατί μου το ’κανε σαν καινούριο»·
- είναι σωτηρία, λέγεται για οτιδήποτε παρέχει μεγάλη διευκόλυνση: «η τηλεόραση είναι σωτηρία για τους ηλικιωμένους, γιατί περνάει η μέρα τους χωρίς να το καταλάβουν || τα έτοιμα φαγητά είναι σωτηρία για την εργαζόμενη γυναίκα, γιατί γλιτώνει το βάσανο της κουζίνας»·
- σαν άγκυρα σωτηρίας, βλ. λ. άγκυρα·
- σαν σανίδα σωτηρίας, βλ. λ. σανίδα·
- σανίδα σωτηρίας, βλ. λ. σανίδα.

άγκυρα

άγκυρα, η, ουσ. [<αρχ. ἄγκυρα], η άγκυρα·
- άγκυρα σωτηρίας, βλ. συνηθέστ. σανίδα σωτηρίας, λ. σανίδα·
- βίρα τις άγκυρες, βλ. λ. βίρα·
- ρίχνω άγκυρα, α. αποσύρομαι από την πιάτσα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε ο τάδε, έριξε άγκυρα και κοιτάζει μόνο το σπίτι του». Από την εικόνα του πλοίου που αφήνει το πέλαγος και αγκυροβολεί στην ηρεμία του λιμανιού. β. δίνω μεγάλη διάρκεια σε κάποια επίσκεψή μου: «ήρθε να μας δει το πρωί για μια καλημέρα κι έριξε άγκυρα || πήγε στο μπαράκι να πιει ένα ουίσκι κι έριξε άγκυρα». Από την εικόνα του πλοίου που, μετά το τέλος του ταξιδιού του, αγκυροβολεί για κάποιο χρονικό διάστημα στο λιμάνι. γ. εγκαθίσταμαι σε κάποιο τόπο μόνιμα: «ήρθε για δουλειές στη Θεσσαλονίκη κι επειδή του άρεσε η πόλη, έριξε άγκυρα». (Λαϊκό τραγούδι: την άγκυρά μου έριξα στην πόρτα τη δικιά σου, γι’ αυτό και πηγαινοέρχομαι συχνά στη γειτονιά σου). δ. (στη γλώσσα των ναυτικών) πιάνω λιμάνι, αγκυροβολώ, φουντάρω: «ρίξαμε άγκυρα στη Θεσσαλονίκη και μείναμε πέντε μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: στη ζωή μας μια γυναίκα δε μας φτάνει καπετάνιε τη ζωή για να χαρείς, ρίξε άγκυρα στο πρώτο το λιμάνι και καινούρια αγάπη κοίταξε να βρεις
- σαν άγκυρα σωτηρίας, βλ. συνηθέστ. σαν σανίδα σωτηρίας, λ. σανίδα·
- σηκώνω (την) άγκυρα, α. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο, φεύγω: «παιδιά, επειδή η ώρα πέρασε, σηκώνω άγκυρα για το σπίτι». Από την εικόνα του πλοίου που σηκώνει την άγκυρα για να αποπλεύσει από το λιμάνι. β. (στη γλώσσα των ναυτικών) φεύγω από το λιμάνι στο οποίο βρίσκομαι, αποπλέω: «απ’ τη Θεσσαλονίκη σηκώσαμε άγκυρα για το Βόλο». γ. διακόπτω κάτι οριστικά, ιδίως ερωτική σχέση: «κάθε φορά που η γκόμενα του κάνει κουβέντα για γάμο, σηκώνει άγκυρα». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω την άγκυρα Μηνά και μη σε δω ποτέ ξανά για την καλή σου ν’ αμολάς το δάκρυ λούκι).

σανίδα

σανίδα, η, ουσ. [<αρχ. σανίς], η σανίδα·
- βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Από το ότι η βρεγμένη σανίδα αποτελούσε παλιότερα όργανο ξυλοδαρμού ή βασανισμού και ήταν βρεγμένη για να γίνονται πιο οδυνηρά τα χτυπήματα. Συνών. βέργα που στο χρειάζεται! / βίτσα που σου χρειάζεται! / βοϊδόπουτσα που σου χρειάζεται! / βούρδουλας που σου χρειάζεται! / ζωστήρας που σου χρειάζεται! / καμτσίκι που σου χρειάζεται! / κνούτο που σου χρειάζεται! / κουρμπάτσι που σου χρειάζεται! / λουρί που σου χρειάζεται! / μαγκούρα που σου χρειάζεται! / μαναβέλα που σου χρειάζεται! / ματσόλα που σου χρειάζεται! / ματσούκι που σου χρειάζεται! / ξύλο που σου χρειάζεται! / παντόφλα που σου χρειάζεται! / σκουπόξυλο που σου χρειάζεται! / σοπάκι που σου χρειάζεται! / στειλιάρι που σου χρειάζεται! / τοπούζι που σου χρειάζεται! / τσουμάκι που σου χρειάζεται(!)·
- είναι λες και κατάπιε σανίδα ή είναι σαν να κατάπιε σανίδα ή λες και κατάπιε σανίδα ή σαν να κατάπιε σανίδα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που στέκεται στητό ή περπατάει μονοκόμματο και με ψηλά το κεφάλι από έπαρση: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, λες και κατάπιε σανίδα ο τύπος || μόλις την είδε την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της, σαν να κατάπιε σανίδα». Από την εικόνα της σανίδας, που είναι μακριά, ευθύγραμμη και λεπτή. Συνών. είναι λες και κατάπιε καδρόνι / είναι λες και κατάπιε σκουπόξυλο·
- είναι σαν σανίδα ή είναι σανίδα, (για γυναίκες) το κορμί της είναι χωρίς καμπυλότητες, ιδίως χωρίς καθόλου στήθος, χωρίς καθόλου βυζιά: «έχει νόστιμο προσωπάκι, αλλά κατά τ’ άλλα είναι σαν σανίδα || έχει όμορφο πρόσωπο, αλλά μπρος πίσω είναι σανίδα»· 
- σαν σανίδα σωτηρίας, το ανέλπιστο, το απρόσμενο μέσο σωτηρίας: «την τελευταία στιγμή ήρθε σαν σανίδα σωτηρίας ο φίλος μου και με γλίτωσε απ’ την καταστροφή». Από την εικόνα του ναυαγού που μετά το ναυάγιο βρίσκει και πιάνεται από κάποια σανίδα για να μην πνιγεί·
- σανίδα σωτηρίας, οτιδήποτε χρησιμοποιεί κανείς ως έσχατο μέσο διάσωσης ή διεξόδου, όταν κάθε άλλη πιθανότητα βοήθειας έχει εκλείψει: «η μόνη σανίδα σωτηρίας που βλέπω, για να μη χάσεις όλα σου τα λεφτά, είναι να παρατήσεις αυτή τη δουλειά κι όσα έχασες, έχασες».