Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σωματέμπορος
σωματέμπορος κ. σωματέμπορας, ο, ουσ. [<μτγν. σωματέμπορος <σῶμα + ἔμπορος], άνθρωπος που προμηθεύει γυναίκες και παιδιά σε άλλους για έρωτα ή για ασέλγεια: «κάθε φορά που θέλει να κάνει πάρτι οργίων, έχει ένα φίλο του σωματέμπορα, που του προμηθεύει γυναίκες».