Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σωματάκι
σωματάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. σώμα], (για γυναίκες) λεπτοκαμωμένη και καλλίγραμμη: «είχε ένα σωματάκι σαν μπιμπελό».
σωματάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. σώμα], (για γυναίκες) λεπτοκαμωμένη και καλλίγραμμη: «είχε ένα σωματάκι σαν μπιμπελό».