Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
σχόλη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σχόλη κ. σκόλη, η, ουσ. [<μσν. σχόλη <αρχ. σχολή], ημέρα αργίας ή γιορτής. (Τραγούδι: Κυριακή γιορτή και σχόλη να ’ταν η βδομάδα όλη κι η Δευτέρα να ’ταν μόνο κάνα δυο φορές το χρόνο // απ’ την παλιά Αλικαρνασσό, αχ, Ελισσάκι, Ελισσώ, ετράβηξα μια σκόλη,στην Αγιά-Σοφιά στην Πόλη).  

σχολή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σχολή, η, ουσ. [<αρχ. σχολή], η σχολή·
- είναι της παλιάς σχολής, έχει απόψεις ή συνήθειες που δε συμβαδίζουν με τη σύγχρονη εποχή, είναι της παλιάς εποχής: «δεν μπορεί να με καταλάβει ο πατέρας μου, γιατί είναι της παλιάς σχολής»·
- είναι της περιπατητικής σχολής, βλ. λ. περιπατητικός·
- είναι της σχολής…, έχει το συνήθειο, συνηθίζει: «αυτός είναι της σχολής να δανείζεται και να μην επιστρέφει τα δανεικά || είναι της σχολής να τη βγάζει πάντα τζάμπα || είναι της σχολής όταν βγαίνουμε παρέα να πληρώνει ο καθένας τα έξοδά του»·
- η μεγάλη των… σχολή, αναφορά σε άτομα τα οποία έχουν αναπτυγμένη κάποια ιδιότητα, καλή ή κακή: «το 2004 στην Ελλάδα δημιουργήθηκε η μεγάλη των ποδοσφαιριστών σχολή, ενώ το 2005 είχαμε τη μεγάλη των μπασκετμπολιστών σχολή || η τάδε παρέα είναι η μεγάλη των απατεώνων σχολή». Η φρ. σε χρήση από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, μετά την προβολή και στην Ελλάδα της αμερικάνικης κινηματογραφικής ταινίας Η μεγάλη των μπάτσων σχολή.  

περιπατητικός

περιπατητικός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. περιπατητικός], περιπατητικός·
- είναι της περιπατητικής ή είναι της περιπατητικής σχολής, α. (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι τεμπέλης, αργόσχολος και περιφέρεται άσκοπα μέσα στους δρόμους: «τι δουλειά κάνει ο τάδε; -Είναι της περιπατητικής || όσοι είναι της περιπατητικής σχολής, μαζεύονται στα μπαράκια της παραλίας». β. (για γυναίκες) είναι πόρνη που ψαρεύει τους πελάτες της στο δρόμο: «έχει βρει μια που είναι της περιπατητικής σχολής και τον χαρτζιλικώνει». Αναφορά στον Αριστοτέλη, που δίδασκε τους μαθητές του στον Περίπατο, σκεπασμένος χώρος περιπάτου στο Λύκειο της Αθήνας.