Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σχεδιάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σχεδιάζω, ρ. [<αρχ. σχεδιάζω], σχεδιάζω. 1. μελετώ και προετοιμάζω συστηματικά στις λεπτομέρειές του κάτι που προτίθεμαι να κάνω: «η κυβέρνηση σχεδιάζει μείωση των φόρων || η επιχείρηση σχεδιάζει μια μεγάλη διαφημιστική καμπάνια». 2. λογαριάζω, προτίθεμαι, σκέφτομαι να κάνω κάτι: «μόλις τελειώσω τη δουλειά, σχεδιάζω να κάνω ένα ταξίδι || κουράστηκε να ’ναι εργένης και σχεδιάζει να παντρευτεί».