Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σφήνα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σφήνα, η, ουσ. [<αρχ. ὁ σφήν + κατάλ. αιτιατ. -ήνα], η σφήνα. 1. καθετί που παρεμβάλλεται σε μια διαδικασία ή πορεία και διακόπτει προς στιγμή την ομαλή εξέλιξη ή κίνηση: «κάθε τόσο διέκοπταν το έργο με διάφορες διαφημιστικές σφήνες || πετάχτηκε σφήνα ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα κι έφερε αναστάτωση». 2.  μέθοδος καπνίσματος χασισιού: «είναι μαθημένος στη σφήνα». 3. (για οδηγούς αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών), η ταχύτατη παρεμβολή ανάμεσα σε δύο αυτοκίνητα ή το ξεπέταγμα μπροστά σε άλλο αυτοκίνητο για προσπέραση: «κάνει επικίνδυνο οδήγημα, γιατί έχει τρέλα με τις σφήνες»·
- κάνω σφήνα (για οδηγούς αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών), παρεμβάλλομαι με ταχύτητα ανάμεσα σε δυο αυτοκίνητα ή ξεπετάγομαι από τα πλάγια μπροστά σε άλλο αυτοκίνητο και το προσπερνώ: «τον βλέπω να το λέει το ποίημα με τις σφήνες που κάνει κάθε τόσο!».