Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σφάλμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σφάλμα, το, ουσ. [<αρχ. σφάλμα], το σφάλμα. 1. το λάθος: «έχει κάνει πολλά σφάλματα στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το πουκάμισό μου η καρδιά μου σβήνει κι αν το σφάλμα είναι δικό μου δείξε καλοσύνη). 2. ηθικό παράπτωμα: «είναι πολύ πικραμένος μαζί σου και δε θα σου συγχωρέσει το σφάλμα σου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι το σφάλμα μου βαρύ· βαριά όμως τα σίδερα, βαριά κι η φυλακή
- άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, έκφραση με την οποία θέλει να δικαιολογήσει κανείς κάποιο λάθος, κάποιο ατόπημά του: «τι να πω, για να δικαιολογηθώ, ρε παιδιά. Άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε». (Λαϊκό τραγούδι: άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε όλοι σε τούτη τη ζωή κι είναι πολύ σκληρό ο ένας απ’ τους δυο τον άλλον να μην εννοεί)·   
- άσχημο σφάλμα, εσφαλμένη ενέργεια ή υπολογισμός που έχει σοβαρές επιπτώσεις: «από ένα άσχημο σφάλμα που έκανε, κινδυνεύει να χάσει τη θέση του»·
- βαρύ σφάλμα, μεγάλο ηθικό παράπτωμα: «είναι βαρύ σφάλμα να παραπετάξεις γέρους γονείς». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ήταν το σφάλμα μου βαρύ· βαριά όμως τα σίδερα, βαριά κι η φυλακή)·
- μέγα σφάλμα, α. σοβαρή παράλειψη: «ήταν μέγα σφάλμα που δεν κάλεσες και τον τάδε στο γάμο σου». β. βαρύ ηθικό παράπτωμα: «ήταν μέγα σφάλμα να μη βοηθήσεις το φίλο σου τη στιγμή που είχε την ανάγκη σου»·
- μεγάλο σφάλμα, βλ. φρ. μέγα σφάλμα. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τις παρανομίες μου κι απ’ τα μεγάλα σφάλματα έπεφτα θύμα συμφοράς και ήμουνα για κλάματα)· βλ. και φρ. άσχημο σφάλμα·
- πέφτω σε σφάλμα, α. κάνω λάθος, σφάλλω: «έπεσα σε σφάλμα, που τον εμπιστεύτηκα». (Λαϊκό τραγούδι: σε σφάλμα πέσαμε, κι οι δυο πονέσαμε, στο χωρισμό μας που ’ταν σκληρός). β. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα: «μια φορά έπεσε σε σφάλμα, που έβαλε χέρι στο ταμείο, και το πληρώνει μια ζωή!».