Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συχνός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

συχνός, -ή, ό, επίθ. [<αρχ. συχνός], συχνός. Επίρρ. συχνά, πολλές φορές: «έρχεται συχνά σ’ αυτό το μαγαζί ο τάδε; || τον βλέπω συχνά μεθυσμένο»·
- όποιοι αγαπιόνται, συχνά απατιόνται, βλ. λ. αγαπιέμαι·
- συχνά πυκνά, κάθε τόσο, κάθε λίγο και λιγάκι: «αν περιμένεις, μπορεί να φανεί, γιατί περνάει συχνά πυκνά απ’ αυτό το μπαράκι». (Λαϊκό τραγούδι: συχνά πυκνά επέφταμε κι οι δυο στην γκρίνια χίλιες δυο πικρές κουβέντες αραδιάζαμε, πάντοτε πάνω στο θυμό μιλούσαμε για χωρισμό, γιατί χωρίς τον ξενοδόχο λογαριάζαμε
- το συχνό το σμίξιμο φέρνει και το μπήξιμο, βλ. λ. μπήξιμο.

αγαπιέμαι

αγαπιέμαι, ρ. [<αγαπώ]. 1. εμπνέω αισθήματα αγάπης, είμαι αγαπητός, γίνομαι αγαπητός: «αυτό το παιδί αγαπιέται με το πρώτο». (Λαϊκό τραγούδι: κουράστηκα μαζί σου πίστεψέ με ν’ αγαπώ και να μην αγαπιέμαι, έλα κοπέλα μου κι ό,τι ζητήσεις μ’ ένα χαμόγελο θα το ξοφλήσεις). 2. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι με κάποιον, επανασυνδέομαι με κάποιον με φιλικό ή ερωτικό δεσμό: «αφήστε τα πείσματα και δώσ’ τε πάλι τα χέρια σας ν’ αγαπηθείτε». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς κι αν εμαλώσαμε πάλι θ’ αγαπηθούμε, πάλι θα σμίξουμε τα δυο τον πόνο μας να πούμε). 3. (και για τα δυο φύλα) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: «ένα βράδυ, καιρό μετά από τη γνωριμία τους, πήγαν στις ερημιές κι εκεί αγαπήθηκαν κάτω απ’ το φως το φεγγαριού». (Τραγούδι: χωρίς ταμπού έλα να τη βρούμε στο ραντεβού ν’ αγαπηθούμε)·    
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, βλ. λ. λόγος·
- όποιοι αγαπιόνται, συχνά απαντιόνται, όσους τους συνδέει μια συμπάθεια, μια αγάπη, είναι φυσικό να συναναστρέφονται πιο συχνά, πιο τακτικά από ότι με άλλους: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κάθε τόσο μαζί γιατί, όποιοι αγαπιόνται, συχνά απαντιόνται».

μπήξιμο

μπήξιμο, το,ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. μπήγω + κατάλ. -ιμο], το μπήξιμο· η επιβολή της σεξουαλικής πράξης με βίαιο τρόπο: «της έκανε τέτοιο μπήξιμο, που ούρλιαζε μια ώρα απ’ τον πόνο»·
- το συχνό το σμίξιμο, φέρνει και το μπήξιμο, οι συχνές επαφές ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα έχουν ως φυσικό επακόλουθο τη συνουσία: «το συχνό το σμίξιμο, φέρνει και το μπήξιμο, κι αφού αυτός κι αυτή είναι κάθε μέρα μαζί, αποκλείεται να μην το έχουν κάνει».