Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συντομία
συντομία,
η, ουσ.
[<αρχ. συντομία (χωρίς πλ.)], η συντομία·
- εν
συντομία, με λίγα λόγια: «θέλω να μου πεις εν συντομία τι συνέβη»·
- χάριν
συντομίας, για να κερδιστεί χρόνος: «χάριν συντομίας, δεν θα επαναλάβω αυτά
που σας είπα στην αρχή».