Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συντήρηση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

συντήρηση, η, ουσ. [<μτγν. συντήρησις], η συντήρηση· το σύνολο των ανθρώπων με παλιές αντιλήψεις ή που είναι πολέμιοι κάθε νεωτερισμού, πολιτικού ή κοινωνικού: «η συντήρηση της χώρας μας μάχεται πάντοτε κάθε προοδευτική ιδέα»·
- είμαι στη συντήρηση, κάνω συντηρητική ζωή είτε γιατί δεν έχω αρκετά χρήματα είτε, κι αν ακόμη έχω, γιατί η πολιτική ή κοινωνική κατάσταση είναι ρευστή: «μετά την αποτυχία της δουλειάς μου είμαι στη συντήρηση || τον τελευταίο καιρό είμαι στη συντήρηση, μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα».