Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συνθήκη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

συνθήκη, η, ουσ. [<αρχ. συνθήκη], η συνθήκη·
- κατά συνθήκη(ν), συμβατικά, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία: «κάναμε μια κατά συνθήκη ανακωχή μέχρι να τελειώσουμε τη δουλειά που είχαμε αναλάβει από κοινού»·
- τα κατά συνθήκη(ν) ψεύδη, ψέματα συμβατικά, ανώδυνα: «όλοι μας, κατά καιρούς, έχουμε πει τα κατά συνθήκη ψεύδη».