Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συναγωνιστής
συναγωνιστής, ο, θηλ. συναγωνίστρια, η, ουσ. [<αρχ. συναγωνιστής]. 1. σύντροφος σε κοινό αγώνα, ιδίως σε πολεμικό ή ιδεολογικό: «κάποτε ήμασταν συναγωνιστές στο ίδιο κόμμα». 2. προσφώνηση μεταξύ κομμουνιστών: «τι γίνεται συναγωνιστή!».