Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συνήθεια

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

συνήθεια, η, ουσ. [<αρχ. συνήθεια], η συνήθεια·
- τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, οι συνήθειες είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας: «στην επαρχία οι άνθρωποι είναι πιστοί στις παραδόσεις, γιατί τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο».