συμμορφώνω
συμμορφώνω,
ρ. [<μτγν.
συμμορφῶ + κατάλ. -ώνω]. 1. κάνω κάποιον φρόνιμο, συνετό: «δεν μπορεί
κανένας να συμμορφώσει αυτό το παιδί». 2. ευπρεπίζω, καλλωπίζω κάποιον,
τον κάνω να φαίνεται καλύτερος από αυτό που ήταν: «μόλις πήγε και της αγόρασε
καινούρια ρούχα και τη συμμόρφωσε κάπως, φάνηκε η πραγματική ομορφιά της». 3.
τακτοποιώ, επιδιορθώνω: «δεν μπορώ να συμμορφώσω τα πράγματα, έτσι όπως τα ’κανες
|| τ’ αυτοκίνητό μου είχε φάει μεγάλη τράκα, αλλά ο μηχανικός στον οποίο το
πήγα, μπόρεσε και το συμμόρφωσε»·
- θα
σε συμμορφώσω, απειλητική ή προειδοποιητική έκφραση που απευθύνεται σε
άτομο με την έννοια ότι θα επιχειρήσουμε να το συνετίσουμε με ξυλοδαρμό: «μόλις
γυρίσεις στο σπίτι, θα σε συμμορφώσει ο πατέρας σου για τις βλακείες που
έκανες».