Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συζώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

συζώ, ρ. [<αρχ. συζῶ], ζω μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι, ιδίως χωρίς να είμαστε παντρεμένοι: «επειδή είναι κατά του γάμου, συζεί με μια γυναίκα που έχει τα ίδια μυαλά μ’ αυτόν».