Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συγκοπή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

συγκοπή, η, ουσ. [<μτγν. συγκοπή], η συγκοπή·
- έπαθε συγκοπή (ενν. καρδιάς, καρδίας), κατατρόμαξε: «μόλις τον είδε να τραβάει μαχαίρι και να ’ρχεται καταπάνω του, έπαθε συγκοπή»·
- έπαθε συγκοπή καρδιάς ή έπαθε συγκοπή καρδίας, βλ. φρ. έπαθε συγκοπή·
- … κι ας μου ’ρθει συγκοπή, έκφραση με την οποία δηλώνουμε το πόσο πολύ επιθυμούμε να πραγματοποιηθεί η επιθυμία που μόλις αναφέραμε: «ας φιλήσω μια φορά αυτή τη γυναίκα κι ας μου ’ρθει συγκοπή». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε πάρω να γυρίσω Φοίνικα, Παρακοπή, Γαλισά και Τέλα Γκράτσια και ας μου ’ρθει συγκοπή). Συνών. … κι ας πεθάνω.