Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στόχος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στόχος, ο, ουσ. [<αρχ. στόχος], ο στόχος·
- βάζω στόχο, α. σημαδεύω: «έβαλα στόχο ένα κουτί μπύρας και προσπαθούσα να το πετύχω με τις πέτρες». β. θέτω κάτι ως αντικειμενικό σκοπό μου: «φέτος έβαλα στόχο να πάρω το πτυχίο μου || δουλεύω υπερωρίες, γιατί έβαλα στόχο ν’ αγοράσω αυτοκίνητο»·
- βρίσκω στόχο, πετυχαίνω αυτό που σημαδεύω με όπλο μου ή με άλλο μέσο: «στις εκατό βολές βρήκα το στόχο ογδόντα πέντε φορές»·
- βρίσκω το στόχο μου, πετυχαίνω να πραγματοποιήσω το σκοπό μου, πετυχαίνω επαγγελματικά: «είναι ευτυχισμένος, γιατί η κόρη του καλοπαντρεύτηκε κι ο γιος του βρήκε το στόχο του με το εμπόριο»·
- γίνομαι στόχος, α. είμαι ντυμένος ή συμπεριφέρομαι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην περνώ απαρατήρητος: «μ’ αυτά τα παρδαλά ρούχα που φοράς, γίνεσαι στόχος με το πρώτο || με τις αγριοφωνάρες που έβαλες, έγινες αμέσως στόχος». β. ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε γίνομαι ή κινδυνεύω να γίνω αντικείμενο εχθρικών επιθέσεων, σχολίων ή συκοφαντιών: «ο υπουργός Οικονομικών, με το καινούριο νομοσχέδιο που έφερε στη Βουλή σχετικά με το φορολογικό, έγινε στόχος έντονης κριτικής από την αντιπολίτευση || επειδή είναι παντρεμένος, νοίκιασε μια γκαρσονιέρα και συναντιέται εκεί με την γκόμενά του, για να μη γίνεται στόχος μέσα στην πόλη || απ’ τη μέρα που άρχισε να παριστάνει το γόη, έγινε στόχος κοροϊδίας των φίλων του»· βλ. και φρ. δίνω στόχο·
- δίνω στόχο, εκθέτω τον εαυτό μου σε εχθρική βολή, μένω ακάλυπτος: «εκεί που στέκεσαι, δίνεις στόχο και θα το φας το κεφάλι σου»· βλ. και φρ. γίνομαι στόχος·
- είμαι στόχος (κάποιου), δέχομαι την επιθετική, εχθρική ή συκοφαντική συμπεριφορά κάποιου: «επειδή λέω πάντα απερίφραστα τη γνώμη μου, είμαι στόχος του διευθυντή μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν περνάς με την κοντή φουστίτσα και με κοιτάς σαν μια σωστή μουσίτσα, ατομική λες κι είναι η ματιά σου και στόχος είμ’ εγώ κι η γειτονιά σου
- είναι στόχος, (στη νεοαργκό) γίνεται αμέσως αντιληπτός: «αυτός ο τύπος είναι στόχος πως έχει λεφτά»·
- έχω στόχο, είμαι αποφασισμένος να πραγματοποιήσω τον αντικειμενικό σκοπό που έχω θέσει: «σταμάτησα τα ξενύχτια και τις διασκεδάσεις, γιατί φέτος έχω στόχο να πάρω το πτυχίο μου».