Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στυπόχαρτο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στυπόχαρτο, το, ουσ. [<αρχ. στυππεῖον + χαρτί], το στυπόχαρτο·
- τον μάζευαν με το στυπόχαρτο ή τον μάζεψαν με το στυπόχαρτο, έπεσε θύμα ατυχήματος και χτύπησε σε πολλά σημεία του σώματός του, πολτοποιήθηκε: «πέρασε από πάνω του ολόκληρο λεωφορείο κι ύστερα τον μάζευαν με το στυπόχαρτο || έπεσε απ’ τον έβδομο όροφο πάνω στο πεζοδρόμιο και τον μάζεψαν με το στυπόχαρτο».