στρώμα
στρώμα,
το, ουσ.
[<αρχ. στρῶμα], το στρώμα. 1. η στρωμνή και, κατ’ επέκταση, το
κρεβάτι: «ήρθε χτες βράδυ τύφλα στο μεθύσι κι ακόμα είναι στο στρώμα». (Λαϊκό
τραγούδι: στρώσε το στρώμα σου για δυο, για σένα και για μένα). 2.
οτιδήποτε χρησιμοποιούμε για να ξαπλώνουμε επάνω του, ιδίως όταν πρόκειται να
κοιμηθούμε: «είχε για στρώμα κάτι κουρέλια || το στρώμα του ήταν κάτι
χαρτοκιβώτια || είχε για στρώμα μερικές εφημερίδες». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι
μ’ έχει καταντήσει μιας γυναίκας η οργή· στρώμα να ’χω τα χορτάρια και
προσκέφαλο τη γη).3. κοινωνική τάξη: «ο νέος φορολογικός
νόμος επιδιώκει ν’ ανακουφίσει τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα». (Λαϊκό
τραγούδι: έχω μπλέξει στη ζωή μου μ’ όλα τα στρώματα,μα ποτέ
δεν έχω δώσει δικαιώματα)·
- είμαι
στο στρώμα, βλ. συνηθέστ. είμαι στο κρεβάτι, λ. κρεβάτι·
- λιώνω
το στρώμα, μένω για μεγάλο διάστημα ξαπλωμένος στο κρεβάτι: «όλη τη βδομάδα
δουλεύω σαν σκυλί, αλλά κάθε Κυριακή λιώνω το στρώμα». (Τραγούδι: Κοσμά και
Δαμιανού του χρόνου τ’ αλλουνού θα σ’ αγαπώ ακόμα, μαζί σου θα ’μαι εκεί και
κάθε Κυριακή θα λιώνουμε το στρώμα)·
- πέφτω
στο στρώμα, βλ. συνηθέστ. πέφτω στο κρεβάτι.