Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στουπώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στουπώνω, ρ. [<στουπί + κατάλ. -ώνω], βλ. λ. στουμπώνω.

στουμπώνω

στουμπώνω κ. στουπώνω, ρ. [<στούμπος + κατάλ. -ώνω]. 1. φράζω, βουλώνω άνοιγμα σωλήνα, για να σταματήσω την ελεύθερη ροή του νερού: «στούμπωσα για λίγο το σωλήνα της βρύσης, για ν’ αλλάξω τη λεκάνη του νεροχύτη». 2. ταΐζω κάποιον υπερβολικά: «μην το στουμπώνεις άλλο το παιδί, γιατί θα σκάσει». 3. χορταίνω υπερβολικά: «δε θέλω να φάω ούτε μπουκιά περισσότερο, γιατί στούμπωσα». 4. παθαίνω δυσκοιλιότητα: «άλλοι, όταν κρυώσουν, παθαίνουν διάρροια, ενώ εγώ, όταν κρυώσω στουμπώνω!».