Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στολίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στολίζω, ρ. [<αρχ. στολίζω], στολίζω. 1. ντύνω κάποιον με τα καλύτερα ρούχα, καλλωπίζω κάποιον: «έκανε μαζί της μια βόλτα στην αγορά και την στόλισε με τα καλύτερα κι ακριβότερα ρούχα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σε στόλιζα με ρόδα και με κρίνα κι εσύ με γέλαγες γιατί ’σουν θεατρίνα). 2. (ειρωνικά) επιπλήττω έντονα κάποιον, βρίζω κάποιον, εκφέρομαι αρνητικά για κάποιον: «επειδή άργησε να ’ρθει το πρωί στη δουλειά του, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και τον στόλισε». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν όλες τις στολίσει, έξυπνα πια θα φροντίσει, ώσπου να ’ρθει το βραδάκι η Λενιώ να βγει λαδάκι – η Λενιώ η κουτσομπόλα, που τα ξέρει πάντα όλα
- στολίζουν τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- στολίζουν το γαμπρό, βλ. λ. γαμπρός·
- στολίζουν το νεκρό, βλ. λ. νεκρός·
- τον στόλισε από πάνω μέχρι κάτω, τον καθύβρισε: «μόλις τον είδε ο πατέρας του σουρωμένο, τον πήρε μαζί του στο σπίτι και τον στόλισε από πάνω μέχρι κάτω»·
- τον στόλισε για τα καλά, βλ. φρ. τον στόλισε από πάνω μέχρι κάτω.

νεκρός

νεκρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. νεκρός], νεκρός. 1. που είναι χωρίς ζωντάνια, χωρίς ενεργητικότητα, ο άψυχος: «κουνήσου, ρε παιδάκι μου, και μη στέκεσαι σαν νεκρός!». 2. που είναι παροπλισμένος, που δεν χρησιμοποιείται: «όλες οι συμβουλές που τους έδινε έμειναν νεκρές». 3. που δεν είναι δημιουργικός, που δεν έχει τη δύναμη ή τη δυνατότητα να ενεργήσει: «του αλλάξανε πόστο και είναι νεκρός έξι μήνες σ’ ένα γραφείο της επαρχίας». 4. (για μηχανήματα) που δεν έχει κίνηση, που δε βρίσκεται σε λειτουργία: «η μηχανή τ’ αυτοκινήτου έκανε κάνα δυο τρία τσαφ τσουφ κι έμεινε νεκρή». 5α. το αρσ. ως ουσ. ο νεκρός, και το θηλ. ως ουσ. η νεκρή, που είναι πεθαμένος, πεθαμένη: «όλοι ήθελαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό στο νεκρό».. β. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που έχασε όλα τα χρήματά του στα χαρτιά ή σε άλλο τυχερό παιχνίδι: «επειδή το πρωί ήταν νεκρός του ’δωσα λεφτά για να πάει με ταξί στο σπίτι του». 6. το θηλ. ως ουσ. η νεκρή και η νεκρά, ταχύτητα αυτοκινήτου σε νεκρό σημείο, σε σημείο που δε δίνει κίνηση στη μηχανή: «πρώτα βάλε νεκρή κι ύστερα βάλε μπρος τη μηχανή». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- ανασταίνει και νεκρούς! βλ. φρ. και νεκρούς ανασταίνει(!)·
- βγάζουν το νεκρό, βλ. συνηθέστ. σηκώνουν το νεκρό·
- είμαι νεκρός, δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι απένταρος: «μη μου ζητάς ούτε ευρώ, γιατί είμαι νεκρός»·
- είναι νεκρό, (για τηλέφωνα) είναι κομμένο από τον Ο.Τ.Ε. ή είναι αποσυνδεδεμένο: «θέλησα να τηλεφωνήσω, αλλά αυτό ήταν νεκρό»·
- ζωντανός νεκρός, βλ. λ. ζωντανός·
- και νεκρούς ανασταίνει! έκφραση με την οποία επιτείνει κάποιος την απολαυστική αίσθηση που νιώθει, ιδίως όταν καταναλώνει κάποιο ποτό ή στη θέα πολύ προκλητικής και αισθησιακής γυναίκας: «αυτό το κρασί και νεκρούς ανασταίνει! || πώς μπορείς να μην κολαστείς, όταν βλέπεις αυτή τη γυναικάρα, αφού και νεκρούς ανασταίνει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ακόμα·
- καλός Αμερικάνος είναι ο νεκρός Αμερικάνος, βλ. λ. Αμερικανός·
- καλός μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- νεκρές γλώσσες, βλ. λ. γλώσσα·
- νεκρή εποχή, βλ. λ. εποχή·
- νεκρή περίοδος, βλ. λ. περίοδος·
- νεκρό γράμμα, βλ. λ. γράμμα·
- νεκρό σημείο, βλ. λ. σημείο·
- νεκρός γάμος, βλ. λ. γάμος·
- προσκλητήριο νεκρών, βλ. λ. προσκλητήριο·
- σε νεκρό χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- σηκώνουν το νεκρό, τον μεταφέρουν από το σπίτι του ή από την εκκλησία να τον θάψουν στο νεκροταφείο: «τη στιγμή που σήκωναν το νεκρό, η γυναίκα του λιποθύμησε στα χέρια των συγγενών της»·
- στολίζουν το νεκρό, περιποιούνται οι οικείοι του το νεκρό στο φέρετρό του: «μέσα στο δωμάτιο η μάνα μαζί με τα παιδιά της στολίζουν το νεκρό». Πρβλ.: και πριν χαράξει η αυγή και πριν ο ήλιος καλοβγεί, τον στόλισαν στην κάσα, τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί τον μπάρμπα μου τον Παναή, πήρε η Τουρκιά ανάσα (Λαϊκό τραγούδι)·
- το βασίλειο των νεκρών, βλ. λ. βασίλειο·
- το τηλέφωνο είναι νεκρό, βλ. λ. τηλέφωνο·
- χίλιοι νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, έκφραση που δηλώνει πως κανείς δε γνωρίζει την ώρα του θανάτου του, πως πολλές φορές άλλον περιμένουμε να πεθάνει και άλλος πεθαίνει.